- ἔπαυλος
- ἔπ - αυλος (αὐλή, ‘adjoining the court’): pl., cattle stalls, stables, Od. 23.358†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
έπαυλος — ἔπαυλος, ο (Α) [αυλή] (συν. στον πληθ. οἱ ἔπαυλοι και τὰ ἔπαυλα) τόπος περιφραγμένος όπου διανυκτερεύουν ζώα, στάβλος, μάντρα, μαντρί … Dictionary of Greek
ἔπαυλος — fold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαύλων — ἔπαυλος fold masc gen pl ἔπαυλος fold neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαύλους — ἔπαυλος fold masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπαυλα — ἔπαυλος fold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπαυλ' — ἔπαυλι , ἔπαυλις steading fem voc sg ἔπαυλα , ἔπαυλος fold neut nom/voc/acc pl ἔπαυλε , ἔπαυλος fold masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek